- διεξηγούμαι
- διεξηγοῡμαι (-έομαι) (Α) [εξηγούμαι]εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιεξήγητος — ἀδιεξήγητος, ον (Α) [διεξηγοῦμαι] 1. αυτός που δεν μπορεί να περιγραφεί 2. ανεξάντλητος … Dictionary of Greek
διεξηγητικός — διεξηγητικός, ή, όν (Α) [διεξηγούμαι] αυτός που είναι ικανός να δίνει σαφείς εξηγήσεις … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek